διδάσκω

διδάσκω
και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω)
1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ' ὁ πολὺς βίοτος»)
2. κηρύττω («διδάσκει τον λόγο τού Θεού», «ἐδίδασκεν ἀπ
ἄμβωνος ἡ ἐπ' ἄμβωνος», «διδάσκων ἐν ταῑς συναγωγαῑς»)
3. προετοιμάζω και παρουσιάζω θεατρικό έργο
4. υποδεικνύω, νουθετώ
5. (για θρησκευτικούς ηγέτες, φιλοσόφους, πολιτικούς κ.λπ.) πρεσβεύω και διακηρύσσω, θεωρώ ως ορθό
6. (-ομαι) μαθαίνω, αποκτώ γνώσεις ή εμπειρίες
νεοελλ.
1. είμαι δάσκαλος
2. φρ. «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις» — γι' αυτούς που δεν τηρούν οι ίδιοι όσα υποδεικνύουν στους άλλους
αρχ.-μσν.
1. εξηγώ, ερμηνεύω (κείμενο ή θεωρία)
2. αποκαλύπτω, φανερώνω
μσν.
1. εξιστορώ, διηγούμαι
2. δίνω εντολές, διατάσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *dns- που συνδέεται με τη λ. δήνεα*, αρχ. ινδ. damsas-, dasra- «αυτός που κάνει θαύματα». Πρόκειται για αναδιπλασιασμένο μεταβιβαστικό και θαμιστικό ενεστώτα σε -σκω που μάλλον προέρχεται από θ. σε δα-. Στον Όμηρο απαντά με επίθημα -η, μέλλ. δαήσεαι «θα μάθεις», αόρ. εδάην, δαήναι (< *δασ-ήναι), παρακμ. δεδάηκα. Ήδη στον Όμηρο αόρ. εδίδαξα, έπειτα στην Ιων.-Αττική μέλλ. διδάξω (πρβλ. αλύξω τού αλύσκω*). Τα ονοματικά παράγωγα τής λ. σχηματίζονται είτε με θ. δα- είτε με παρεκτεταμένο θ. δαη- (πρβλ. δαήμων, δαημοσύνη), καθώς επίσης μτγν. και με ουρανικό θ. διδαχ- (πρβλ. διδαχή και το ταραχή-ετάραξα) ή με το θ. τού ενεστ. διδασκ-. Ο τ. διδάχνω από τον αόρ. εδίδαξα κατά το σχήμα έσπρωξα-σπρώχνω.
ΠΑΡ. δίδαγμα, διδακτήριος, διδακτικός, διδακτός, δίδακτρο(ν), διδασκαλία, διδάσκαλος, διδαχή
αρχ.-μσν.
δίδαξις.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) μεταδιδάσκω, συνδιδάσκω
αρχ.
αναδιδάσκω, αντιδιδάσκω, αποδιδάσκω, εκδιδάσκω, επεκδιδάσκω, επιδιδάσκω, παραδιδάσκω, προδιδάσκω, προεκδιδάσκω, προσαναδιδάσκω, προσδιδάσκω, προσεκδιδάσκω, προσεπιδιδάσκω, υποδιδάσκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διδάσκω — διδάσκω, δίδαξα βλ. πίν. 25 Σημειώσεις: διδάσκω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο διδάσκων, η διδάσκουσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διδάσκω — instruct pres subj act 1st sg διδάσκω instruct pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκω — δίδαξα, διδάχτηκα, διδαγμένος, μεταδίδω γνώσεις σε μαθητές, εκπαιδεύω, είμαι δάσκαλος: Διδάσκει το μάθημα της ηθικής στη φιλοσοφική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδιδαγμένα — διδάσκω instruct perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσι — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσιν — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξω — διδάσκω instruct aor subj act 1st sg διδάσκω instruct fut ind act 1st sg διδάσκω instruct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκεσθε — διδάσκω instruct pres imperat mp 2nd pl διδάσκω instruct pres ind mp 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκετε — διδάσκω instruct pres imperat act 2nd pl διδάσκω instruct pres ind act 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκῃ — διδάσκω instruct pres subj mp 2nd sg διδάσκω instruct pres ind mp 2nd sg διδάσκω instruct pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”